- τεχνολογία
- Όρος με διάφορες έννοιες. Στη γραμματική είναι, η ανάλυση μιας λέξης ή ενός κειμένου. Στην οικονομία, είναι η επιστημονική έκθεση των μέσων με τα οποία η πρώτη ύλη μετατρέπεται σε βιομηχανικό προϊόν. Ο κλάδος αυτός της επιστήμης ερευνά τις σχέσεις διαφόρων φυσικών και χημικών μεθόδων επεξεργασίας των πρώτων και των ακατέργαστων υλών προκειμένου να πραγματοποιηθεί η μετατροπή τους σε έτοιμα αντικείμενα. Οι τεχνολογικές π.χ. διεργασίες για την παραγωγή χάλυβα διαφόρων τύπων αποβλέπει στην αλλαγή της χημικής σύστασης της αρχικής πρώτης ύλης και στις τεχνολογικές διεργασίες της μηχανικής επεξεργασίας της.
Η σύγχρονη τ. έχει και τον τεχνικό έλεγχο των παραγωγικών εργασιών και παίζει αποφασιστικό ρόλο στην οικονομία μιας χώρας.
* * *η, ΝΜΑ1. επιστημονική πραγματεία για μια τέχνη ή επιστήμη2. γραμμ. α) ο λόγος που αναφέρεται στην τέχνη, δηλαδή στη μελέτη, διαπραγμάτευση και ανάλυση λογοτεχνικών έργωνβ) (από τους αλεξανδρινούς χρόνους και ύστερα) η μελέτη, ανάλυση και παρουσίαση τή γραμματικής, δηλαδή τού μορφολογικού συστήματος τής γλώσσαςνεοελλ.1. η συστηματική σπουδή τών τεχνικών κατασκευής πραγμάτων και εκτέλεσης έργων, η επιστήμη που μελετά τις διεργασίες και τα μέσα κατασκευής και επεξεργασίας υλικών2. το σύνολο τών τεχνικών μέσων, όπως είναι οι μηχανές και ο εξοπλισμός, τών επιστημονικών μεθόδων και τρόπων ενέργειας που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών3. γραμμ. (στα πλαίσια τής παραδοσιακής γραμματικής διδασκαλίας) ορισμένη διδακτική μεθοδολογία που συνίσταται στην αναγνώριση και κλίση τών διαφόρων γραμματικών τύπων που συναντώνται μέσα σε κείμενα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τεχνολόγος. Η λ., με τη νεοελλ. σημ., είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. technology].
Dictionary of Greek. 2013.